Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

H κρίση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής

Μια  σύντομη ταξινόμηση των μορφών σύγκρουσης παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής στο νέο στάδιο του καπιταλισμού

Είναι παρατηρητέο ,ότι σε περιόδους «οικονομικής κρίσης»,η κυρίαρχη ιδεολογία αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από την κατανόηση της γενεσιουργού αιτίας-ουσίας  του φαινομένου της (της κρίσης),γεγονός κοινωνικά αναγκαίο για τη διατήρηση και διαφύλαξη των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής.
Στον αντίποδα ωστόσο, αυτού του πνευματικού μηχανισμού παρανόησης της πραγματικότητας,βρίσκεται η στενή μελέτη αυτής με βασικό εργαλείο την υλιστική και διαλεκτική αντίληψη της ιστορίας,κατά την οποία  εναρμονίζεται  η επιστήμη της κοινωνίας με την υλιστική βάση ,παραμένοντας σταθερά στο πραγματικό έδαφος της ιστορίας.

Ειδικότερα, «αυτή η αντίληψη της ιστορίας εξαρτιέται από την ικανότητά μας να εκθέτουμε την πραγματική διαδικασία της παραγωγής,ξεκινώντας από την υλική παραγωγή της άμεσης ζωής (σ.σ. παραγωγικές δυνάμεις),και να καταλαβαίνουμε τη μορφή επικοινωνίας (σ.σ.παραγωγικές σχέσεις) που συνδέεται μ’αυτή και δημιουργείται απ’αυτό τον τρόπο παραγωγής σά βάση όλης της ιστορίας».Καθίσταται λοιπόν αντιληπτό,ότι  «ένα σύνολο παραγωγικών σχέσεων (ή μια μορφή επικοινωνίας),που γεννιούνται πάνω στη βάση των παραγωγικών δυνάμεων που υπάρχουν μιαν ορισμένη εποχή,αντιστοιχεί σ’αυτές τις δυνάμεις και αποτελεί έναν όρο της ανάπτυξής τους».[1]Απεναντίας όμως,  «σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξής τους,οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις,έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις,ή πράγμα που αποτελεί τη νομική έκφραση γι’αυτό,με τις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα στις οποίες κινούνταν μέχρι τότε.Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται σε δεσμά τους».[2]

Στη σημερινή εποχή,στο στάδιο του ολοκληρωτικού ή ύστερου καπιταλισμού,η  προαναφερθείσα αντίφαση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην επιβίωση των παραγωγικών σχέσεων προσλαμβάνει μιαν εκρηκτική μορφή,που οδηγεί σε μια γενικευμένη κρίση των  καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.Προκειμένου να αναδειχθεί η ουσία της αντίφασης αυτής και να κατανοηθεί το θέμα στην ολότητά του,είναι απαραίτητη η ταξινόμηση των σύγχρονων  μορφών της , εν ολίγοις η ανάβαση από την αφηρημένη στη συγκεκριμένη μορφή σύγκρουσης.

Αρχικά,κομβικό σημείο κατανόησης της σύγκρουσης,αποτελεί η Τρίτη τεχνολογική επανάσταση(της ηλεκτρονικής και δευτερευόντως της ακραίας αυτοματοποίησης και συνδεσιμότητας),η  οποία ορίζεται ως η μαζική εισδοχή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή όπως η ρομποτική,η νανοτεχνολογία-νανοεπιστήμη,οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές,η τεχνητή νοημοσύνη,η ψηφιακή λειτουργία,η γενετική και η βιοτεχνολογία,η αντικατάσταση εν τέλει πολλών εργασιών  των ανθρώπων από εξελιγμένες μηχανές σε μαζική κλίμακα.Κατ’ουσίαν πρόκειται για μια ραγδαία μορφή ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων,οι οποίες ενώ δυνητικά θα μπορούσαν να αποβούν προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας,κάτω από τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις μεταβάλλονται σε δυνάμεις εχθρικές.

Συγκεκριμενοποιώντας,η πρωταρχική μορφή αντίφασης αφορά τον  α)διττό χαρακτήρα της αυτοματοποίησης. «Αφενός ,η αυτοματοποίηση συνεπάγεται την ολοκληρωμένη ανάπτυξη των δυνάμεων της υλικής παραγωγής,που μπορούν να απελευθερώσουν την ανθρωπότητα από τον καταναγκασμό της μηχανικής,επαναληπτικής,άψυχης και αλλοτριωτικής εργασίας.Αφετέρου η αυτοματοποίηση οδηγεί ξανά σε αυξανόμενη απειλή για την απασχόληση( σ.σ.αντικατάσταση ζωντανής από τη νεκρή εργασία) και το εισόδημα(σ.σ.αυξημένη παραγωγικότητα-μείωση μισθού λόγω της μείωσης του αναγκαίου χρόνου εργασίας στην παραγωγική διαδικασία),αυξανόμενο φόβο και αβεβαιότητα,περιοδικό αποκλεισμό από την κατανάλωση και από κάθε εισόδημα,δηλαδή στην πνευματική,υλική και ψυχική εξαθλίωση»[3].Χαρακτηρηστικό παράδειγμα αυτής της ασυμφωνίας,είναι  η μείωση της απασχόλησης στη βιομηχανία κατά 8% στη Γερμανία και κατά 16% στη Ν.Κορέα την περίοδο 2000 έως το 2010,καθώς κάθε χρόνο εισάγονταν 200.000 βιομηχανικά ρομπότ( έκθεση των Ηνωμένων Εθνών-Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2016),καθώς και ο υπολογισμός που καταγράφηκε στο 46ο Συνέδριο του παγκόσμιου οικονομικού φόρουμ,κατά τον οποίο προβλέφθηκε ότι μέχρι το 2020 θα απολεσθούν γύρω στις 7,1 εκατομμύρια θέσεις εργασίας λόγω της αυτοματοποίησης,ενώ θα αυξηθούν μόνο 2 εκατομμύρια.Στα στοιχεία αυτά,αξίζει να συμπεριληφθεί ότι η ακραία τεχνολογική και επιστημονική ανανέωση,συμπορεύεται   με « 204 εκατομμύρια ανέργους το 2015 , με 830  εκ.  άτομα που ζουν σε καθεστώς πλήρους ανέχειας και 730  εκ σε καθεστώς  χρόνιας πείνας,με 37 εκατομμύρια  που μαστίζονται από τον ιό HIV καθώς και με  11 εκατομμύρια από φυματίωση»[4] .Κατά την περίπτωση λοιπόν αυτή, οι νέες παραγωγικές δυνάμεις δεν τίθενται στην υπηρεσία της κοινωνικής πλειοψηφίας,με αποτέλεσμα να δημιουργείται πίεση για την ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού τους περιβλήματος.

Μολονότι όμως η αυτοματοποίηση συγκροτεί μια κυρίαρχη τάση σε όλες τις παραγωγικές διαδικασίες,στην πραγματικότητα περιορίζεται στο πλαίσιο της β) μισό-αυτοματοποίησης.Η ολοσχερής αυτοματοποίηση στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό είναι μια εξωπραγματική και ανέφικτη κατάσταση,παρ’όλες τις υπαρκτές υλικοτεχνικές δυνατότητες για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου.Αυτό συμβαίνει διότι, «αν ο αριθμός των ολικά αυτοματοποιημένων κλάδων διευρυνθεί σε βαθμό αποφασιστικό για τη συνολική δομή της βιομηχανίας,με αποτέλεσμα οι κλασικά οργανωμένες επιχειρήσεις να αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μονάχα μέρος της συνολικής παραγωγής,οι ήδη υπαρκτές αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής θα γίνουν αναγκαστικά εκρηκτικές:γιατί τότε θα επικρατήσει η τάση να μειωθεί η συνολική μάζα της υπεραξίας(σ.σ.κέρδος),το σύνολο δηλαδή των δουλεμένων ωρών υπερεργασίας.»[5]Επιπλέον,μια ενδεχόμενη ολική αυτοματοποίηση,θα οδηγούσε σε παροιμιώδεις διαστάσεις τα ποσοστά της ανεργίας (εφόσον παρατηρείται εισχώρηση τεχνολογιών και στον τριτογενή τομέα:τράπεζες,δημόσιες υπηρεσίες κ.ο.κ.) με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνεχιστεί η διαδικασία της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής( αδυναμία πώλησης εμπορευμάτων λόγω μηδαμινών αγοραστών-καταναλωτών),ενώ η εξαφάνιση της κοινωνικής διαίρεσης της εργασίας σε χειρωνακτική και πνευματική,θα υπονόμευε τόσο την ιεραρχική δομή της οικονομίας,αλλά θα διαφαινόταν εξίσου και η αναγκαιότητα του περάσματος σε άλλον τρόπο διάρθρωσης της παραγωγής,με συλλογική κατοχή των όρων της και επιστημονική εποπτεία απέναντί τους.Εύλογα συνάγεται,ότι κάτω από τα δεσμά των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής,οι  αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις όχι μόνο δεν εξυπηρετούν την κοινωνική πλειοψηφία,αλλά  εξίσου αναπόφευκτα τίθενται φραγμοί σε μια περαιτέρω ανέλιξη και εφικτή τελειοποίησή τους προς όφελος της ανθρωπότητας.

Τούτων δοθέντων,επιβεβαιώνεται προδήλως ότι οι παραγωγικές σχέσεις δεν είναι μόνο τεχνικές αλλά συγχρόνως και κοινωνικές σχέσεις,γεγονός που υποδηλώνει ότι η αξιοποίηση των τεχνικών σχέσεων εξαρτάται από τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αναφορικά με το υλικό,το εργαλείο,και το προϊόν της παραγωγής.Επομένως,οδηγούμαστε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι  « επειδή οι μηχανές εξεταζόμενες αυτές καθ’εαυτές περιορίζουν το χρόνο εργασίας ενώ όταν χρησιμοποιούνται καπιταλιστικά παρατείνουν την εργάσιμη μέρα,επειδή αυτές καθ’εαυτές ευκολύνουν την εργασία,ενώ όταν χρησιμοποιούνται καπιταλιστικά αυξάνουν την εντατικότητα της,επειδή αυτές καθ’εαυτές αποτελούν  νίκη του ανθρώπου πάνω στις δυνάμεις της φύσης,ενώ όταν χρησιμοποιούνται καπιταλιστικά υποδουλώνουν τον άνθρωπο στις δυνάμεις της φύσης,επειδή αυτές καθεαυτές αυξάνουν τον πλούτο του παραγωγού,ενώ όταν χρησιμοποιούνται καπιταλιστικά εξαθλιώνουν τον παραγωγό»[6],ως μόνη ρεαλιστική επίλυση του προβλήματος κρίνεται  η κοινωνικοποίηση των όρων διαχείρισής τους,ώστε με την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, να αναπτυχθούν οι άνθρωποι επιστημονικά,καλλιτεχνικά,μορφωτικά με απώτερο και θεμιτό σκοπό, την αέναη αυτοβελτίωση και αξιοποίηση των δυνάμεών τους.

Παράλληλα,ως δευτερογενής αντίφαση προβάλλεται  η  υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου ως παρεπόμενη της εκτεταμένης τεχνολογικής ανανέωσης.Ειδικότερα,ως υπερσυσσώρευση ορίζεται η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου(το σταθερό-μηχανήματα αυξάνεται σε σύγκριση με το μεταβλητό-εργατική δύναμη),με αποτέλεσμα να στενεύει η πηγή άντλησης κέρδους(υπεραξίας),η εργατική δύναμη.  «Σύμφωνα λοιπόν με στοιχεία του ΟΟΣΑ,από το 1970 έως το 2000 παρατηρείται α) πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους κατά 50% σε ορισμένους κλάδους,ενώ από το 2000 έως το 2006 παρατηρείται πτωτική τάση 18% επιπλέον βάσει υπολογισμών του οικονομολόγου Ρόμπερτ Μπέρνερ.» [7]Ανά χώρα,είχε υπολογιστεί ότι  «στη Βρετανία το ποσοστό του κέρδους βιομηχανικών και εμπορικών εταιρειών έπεσε,από το 1950 που άγγιζε το 16,7% σε 9,7% το 1970,στις ΗΠΑ το ποσοστό υπεραξίας έπεσε από 22,9 το 1965 σε 17,5% το 1970,στη γαλλική βιομηχανία το ποσοστό αυτοχρηματοδότησης έπεσε από 83% το 1965 σε 65% το 1974,ενώ στις εταιρείες της Δυτικής Γερμανίας έπεσε κατά 25% μεταξύ του 1968 και 1973.»[8] Παρ’όλο λοιπόν που οι τεχνολογικές δυνατότητες διευρύνονται,κάτω από τους κεφαλαιοκρατικούς όρους  προκαλούν αναπόφευκτα μια δομική  και ιστορική κρίση αξιοποίησης του κεφαλαίου, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζονται οι αντίρροπες τάσεις ανάκαμψης του μέσου ποσοστού κέρδους.(βλ. εδώ περισσότερα->http://koinwnikhxeirafethsh.blogspot.gr/2016/02/blog-post_34.html)*

Ως αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης όμως,ανακύπτει  και η κατεξοχήν αντίφαση του συνδυασμού της υπερπαραγωγής με την υποκατανάλωση. Αναλυτικότερα,η διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου αποτελεί μια ενότητα αντιφατική.Από τη μία πλευρά,είναι διαδικασία αξιοποίησης-απόσπασης  της υπεραξίας(κέρδους) η οποία πραγματώνεται είτε με την συνολική πτώση της αξίας του εμπορεύματος εργατική δύναμη,είτε με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας με αποτέλεσμα να μειωθεί ο μισθός-αναγκαίος χρόνος εργασίας και να αυξηθεί η σχετική υπεραξία-το κέρδος. Από την άλλη πλευρά,είναι διαδικασία πραγματοποίησης της υπεραξίας,υπό την έννοια της αγοράς των εμπορευμάτων που ήδη περιέχουν υπεραξία. Απολήγουμε επομένως,στο εξής βραχυκύκλωμα: «Ενώ λοιπόν,οι εργάτες σαν αγοραστές εμπορευμάτων έχουν μεγάλη σημασία για την αγορά,η κεφαλαιοκρατική κοινωνία έχει την τάση να περιορίζει στο κατώτατο όριο την τιμή του εμπορεύματός τους (εργατικής δύναμης) όταν αντικρίζει τους εργάτες ως πουλητές»[9],συνθήκη που αποσαφηνίζει ότι οι ρυθμοί κατανάλωσης είναι αδύνατον να συμβαδίσουν με την ταχεία διεύρυνση της παραγωγής  χωρίς να πέσει το ποσοστό κέρδους(μισθοί και κέρδος-αντιστρόφως ανάλογα ποσά), μία συνέπεια που το πρόπλασμά  της βρίσκεται στη δομική αντίφαση του ίδιου του εμπορεύματος(αξία χρήσης-ανταλλακτική αξία),του οποίου η ανταλλακτική αξία δεν είναι απαραίτητο να πραγματωθεί-πουληθεί σε κάθε περίπτωση.

Στη συνέχεια,ως τριτογενής μορφή αντίφασης κατατάσσεται η μετατροπή των παραγωγικών δυνάμεων σε μια ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης κάτω από τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής σε «δυνάμεις που φέρνουν μονάχα κακό,και δεν είναι πια παραγωγικές αλλά καταστροφικές».

Εν προκειμένω,οι καταστροφικές δυνάμεις δύναται να ιδωθούν από τη σκοπιά της διαλεκτικής αντίφασης της μερικής ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας που επικρατεί σε κάθε μορφή σύγκρουσης των καπιταλιστικών όρων παραγωγής.Ιδίως,ως μερική ορθολογικότητα προκρίνεται α)η αυξανόμενη οικονομική και στρατιωτική αποτελεσματικότητα’’-με άλλα λόγια η ‘’εξοικονόμηση της ανθρώπινης εργασίας’’ για χάρη των βιομηχανιών παραγωγής όπλων,ενώ ως γενική ανορθολογικότητα προβάλλεται το γεγονός ότι προλειαίνεται το έδαφος για μια συλλογική πυρηνική αυτοκτονία της ανθρωπότητας,η οποία διαθέτει ήδη υπερβάλλοντα μέσα για την αυτοκαταστροφή της. Ως εκ τούτου,διόλου ευκαταφρόνητα ποσά έχουν δαπανηθεί ιστορικά στους 5 πιο ακριβούς πολέμους των τελευταίων 65 ετών στον κόσμο : «Oι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία  κόστισαν 43 δις δολάρια,ο πόλεμος στον Περσικό κόλπο 102 δις δολάρια,ο πόλεμος της Κορέας 341 δις δολάρια,ο πόλεμος του Βιετνάμ 738 δις δολάρια,ο πόλεμος σε Ιράκ,Αφγανιστάν 6 τρις δολάρια»[10],στοιχεία που καταδεικνύουν  ρητά ότι η επίτευξη των κερδών των πολεμικών βιομηχανιών,μεταφράζεται ως αιματοκύλισμα των λαών.Αξίζει επίσης  να σημειωθεί,ότι ως δύναμη καταστροφής επιβάλλεται να χαρακτηριστεί εξίσου β)κάθε παραγωγή δηλητηριασμένων τροφίμων,επικίνδυνων για την υγεία φαρμάκων,επισφαλών αυτοκινήτων καθώς και επικίνδυνων για το περιβάλλον χημικών προϊόντων.Ορόσημο  αυτής της κατηγορίας,αποτελεί η Διατλαντική Συμφωνία TTIP που κατοχυρώνει τόσο την  απελευθέρωση πώλησης γενετικά τροποποιημένων τροφίμων από τις Η.Π.Α στην Ε.Ε. όσο και την επιβάρυνση της ατμόσφαιρας με 11 τόνους διοξειδίου του άνθρακα επιπλέον κατά παράβαση  των ορίων που θέτει η συμφωνία του Κιότο**,αποδεικνύοντας παράλληλα πως στο βωμό του ιδιωτικού τους κέρδους,οι πολυεθνικές καθαγιάζουν κάθε ζημιογόνο μέσο και αποστρέφονται το ίδιο το γράμμα της αστικής τους νομιμότητας.

Ακολούθως,ως  τελευταία και κατεξοχήν μορφή αντίφασης που συμπυκνώνει όλες τις προηγούμενες ταξινομήσεις,είναι η σχέση κοινωνικοποιημένης-συγκεντροποιημένης παραγωγής αλλά ατομικής ιδιοκτησίας των όρων της.

 Αναμφίβολα η σχέση αυτή ενώ αναπτύσσεται από τις αρχές του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής,τείνει να τελειοποιείται συνεχώς στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού,όπου 737 πολυεθνικές-πολυκλαδικά μονοπώλια κατέχουν το 80% του πλούτου,ενώ οι 140 από αυτές κατέχουν το 40%.Η διαδικασία συγκεντροποίησης και ακραίας κοινωνικοποίησης των όρων παραγωγής προκύπτει από τους νόμους της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.Συγκεκριμένα ,«κάθε κεφαλαιοκράτης σκοτώνει πολλούς άλλους κεφαλαιοκράτες.Χέρι-χέρι μ’αυτή τη συγκεντροποίηση,δηλ.με την απαλλοτρίωση πολλών κεφαλαιοκρατών από τους λίγους,αναπτύσσεται σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα η συνεργατική μορφή του προτσές της εργασίας,η συνειδητή τεχνική εφαρμογή της επιστήμης,η σχεδιασμένη εκμετάλλευση της γης,η μετατροπή των μέσων εργασίας σε μέσα εργασίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από κοινού,η οικονομία σ’όλα τα μέσα παραγωγής με τη χρησιμοποίησή τους σαν μέσα παραγωγής συνδυασμένης,κοινωνικής εργασίας,η περιπλοκή όλων των λαών στο δίχτυ της παγκόσμιας αγοράς και μαζί μ’αυτό ο διεθνής χαρακτήρας του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος»[11] Παρ’όλο όμως τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής,οι πραγματικοί παραγωγοί του πλούτου,τον αποστερούνται.Αναντίρρητα,το γεγονός αυτό επαληθεύεται  παραστατικά από στοιχεία της Oxfam,όπου έχει καταγραφεί ότι 8 άνθρωποι κατέχουν πλούτο,όσο ο μισός πληθυσμός της Γης-περίπου δηλαδή,3,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι.Κατηγορηματικά λοιπόν πιστοποιείται μια α)πρώτη πτυχή της αντίφασης αυτής,αφού «μαζί με τη διαρκή ελάττωση του αριθμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου,που σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα τα οφέλη αυτού του προτσές μετατροπής,αυξάνεται η μάζα της αθλιότητας,της καταπίεσης,της υποδούλωσης,του εκφυλισμού,της εκμετάλλευσης…»

Ως προς τη β)δεύτερη πτυχή,έρχεται στην επιφάνεια η διαλεκτική ενότητα μεταξύ ενδοεπιχειρησιακού σχεδιασμού  και συνολικής αναρχίας του οικονομικού προγραμματισμού.Ειδικότερα, «ενώ στο εσωτερικό κάθε επιχείρησης η εργασία είναι κοινωνικοποιημένη και σχεδιασμένη με όρους στρατιωτικής επιστήμης,με την έννοια πως το γενικό  στρατηγικό σχέδιο της επιχείρησης βάζει τη σφραγίδα του σε όλα-στο πόσα παραδείγματος χάριν αυτοκίνητα θα παραχθούν την εβδομάδα,το μήνα ή το χρόνο,πως θα εργαστούν τα διάφορα εργοστάσια,εργαστήρια ή αλυσίδες συναρμολόγησης,ταυτόχρονα συμβαδίζει με μια διπλή αβεβαιότητα εξαιτίας εξωεπιχειρησιακών δεδομένων.Αφενός ,ο προγραμματισμός στηρίζεται σε ορισμένα σχέδια και προσδοκίες που οι πιο πολλές τους είναι προβολές αναπτυξιακών τάσεων του παρελθόντος,διορθωμένες με βάση ορισμένες μεταβλητές.Επακόλουθο αυτού,αλλά και λόγω του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής είναι ότι μια  μεταβολή στην κατάσταση της αγοράς κατευθύνει σε απρόβλεπτη μεταλλαγή στη σχέση προσφοράς και ζήτησης,συνιστώσα  που αναγκάζει τις επιχειρήσεις να αναπροσαρμόσουν τα σχέδια τους στην  επισφαλή οικονομική πραγματικότητα καθυστερημένα,ενώ έχουν ήδη ζημιωθεί.

Αφετέρου,ανακύπτει η ανάγκη να συντονιστούν διάφορα κεφάλαια που τα συμφέροντά τους δεν είναι κοινά,αλλά διαφορετικά.Κάτι τέτοιο κρίνεται ανεδαφικό,καθώς ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων,οι προσδοκίες του κέρδους κι ο βαθμός που πραγματοποιείται η υπεραξία αποφασίζουν πως πρέπει να παραχθούν Α εκατομμύρια τόνοι γαιάνθρακα,Β εκατομμύρια τόνοι ισοδύναμου σε γαιάνθρακα τόνοι πετρελαίου,Γ εκατομμύρια ισοδύναμοι τόνοι φυσικού αερίου-κι η ποσότητα Α+Β+Γ μπορεί να είναι πιο μεγάλη ή πιο μικρή από την πραγματική ανάγκη Δ.Την παραγωγή δηλαδή αυτοκινήτων,μπορεί να τη ρυθμίζει ένας ιδιοκτήτης σε μία επιχείρηση,αλλά για το κάρβουνο,το πετρέλαιο,το φυσικό αέριο, αποφασίζουν διαφορετικές επιχειρήσεις με βάση τους ατομικούς τους υπολογισμούς.Σε αντίθεση με την ατομική επιχείρηση,δεν υπάρχει στην οικονομία κέντρο ικανό να πάρει δεσμευτικές αποφάσεις.»[12] Η περίπτωση λοιπόν αυτή ,τεκμηριώνει την ανισομερή εξέλιξη των διάφορων στοιχείων όλης της παραγωγικής διαδικασίας(Υπερπαραγωγή στο Τμήμα 1-παραγωγή μέσων παραγωγής σε σχέση με το Τμήμα 2-παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και το Τμήμα 3-παραγωγή ειδών πολυτελείας),μια εξέλιξη εγγενής με τον ανταγωνισμό διάφορων κεφαλαίων,που καθιστούν από τη μία πλευρά αβέβαιο τον οικονομικό προγραμματισμό,από την άλλη αναγκαίο τον κεντρικά σχεδιασμένο έλεγχο της οικονομίας για την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και πόρων που διατίθενται.

Ως εκ τούτων των αντιφάσεων,όπως ήδη έχει υπερθεματιστεί,«μέσα στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης,έρχεται μια στιγμή όπου η μορφή ανταλλαγών(οι παραγωγικές σχέσεις) που έχει γίνει εμπόδιο αντικατασταίνεται από μια καινούρια μορφή που αντιστοιχεί στις πιο αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις…»[13] .Και συγκεκριμένα, «οι  ίδιες οι αστικές σχέσεις παραγωγής είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής παραγωγικής διαδικασίας,ανταγωνιστική όχι με την έννοια των ατομικών ανταγωνισμών,αλλά με την έννοια ενός ανταγωνισμού που απορρέει από τις κοινωνικές συνθήκες ζωής των ατόμων»[14].

Στη σύγχρονη εποχή,η ποσοτική αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων έχει οδηγήσει σε βαθμιαία συσσώρευση στοιχείων των νέων ποιοτικών παραγωγικών σχέσεων που εδράζονται στην κοινωνικοποίηση των αντικειμενικών συνθηκών της παραγωγής,προκαλώντας ταυτόχρονα  φθορά των στοιχείων των παλαιών-καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων χωρίς όμως να εξουδετερώνεται η θεμελιακή τους ποιότητα.Αυτό κρίνεται λογικό,καθώς για να αποπερατωθεί ουσιαστικά η κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων,δεν αρκεί μια νομοτελειακή  σύγκρουση (παραγωγικών)δυνάμεων-τάσεων στο δοσμένο κοινωνικό σώμα.Ως εκ των ων ουκ άνευ παράγοντας για το τελικό άλμα-ρήξη,καθίσταται η πρακτική-καταστροφική δραστηριότητα των καταπιεζόμενων κοινωνικών στρωμάτων,που οφείλουν να εκπληρώσουν το ιστορικό τους καθήκον.

Απερίφραστα  λοιπόν,το προοίμιο της ταφής του κεφαλαιοκρατικού συστήματος  έχει ήδη σχηματιστεί από τις αντικειμενικές-υλικές συνθήκες παραγωγής.Η αξιοποίηση όμως,της πραγματικής δυνατότητας του επιλόγου,επαφίεται  στην ίδια τη σύγκρουση.

Ο λόγος,στο σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο.



Σημείωση 1η* :Οι αντίρροπες τάσεις ανάκαμψης του μέσου ποσοστού κέρδους είναι κυρίαρχα οι εξής:A)Mια εκτεταμένη παράταση της εργάσιμης ημέρας,με αποτέλεσμα να αυξάνεται η απόσπαση υπερεργασίας(μορφή απόλυτης υπεραξίας).Β)Με δοσμένη τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας:α)αύξηση της παραγωγικότητας-εντατικότητας με σύντομη περιστροφή του σταθερού-παγίου κεφαλαίου(μηχανήματα),με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να παράγει το ισοδύναμο της αμοιβής του σε λιγότερες ώρες από ό,τι πριν,οπότε αυξάνει η διάρκεια της υπερεργασίας(μορφή σχετικής υπεραξίας).β)Μια πτώση της τιμής του εμπορεύματος εργατική δύναμη,κάτω από την αξία του,οπότε και πάλι το αξιακό ισοδύναμο του μεροκαμάτου μπορεί να παραχθεί σε ένα πιο σύντομο τμήμα της εργάσιμης ημέρας.Η πτώση αυτή είναι εφικτή με την ανεργία-εφεδρικός στρατός για τις επιχειρήσεις,καθώς αυξάνεται  η προσφορά και μειώνεται η ζήτηση για εργατική δύναμη από τις τελευταίες,με αποτέλεσμα να πέφτει  η πραγματική αμοιβή της εργασίας,ενώ έτσι δημιουργείται πίεση ενταντικοποίησης στα εργαζόμενα στρώματα από τα άνεργα.Γ)Τελικά,κάθε αγώνας για την υπεραξία ή την αύξηση του μισθού,κρίνεται από το συσχετισμό των δυνάμεων ανά ιστορική περίοδο,από την ίδια δηλαδή την ταξική πάλη.

Σημείωση 2η*:http://www.toperiodiko.gr/%CF%84%CE%BF-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%8C-nato-%CF%80%CF%81%CE%BF-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%80%CF%85%CE%BB%CF%8E%CE%BD/#.WAPdCPmLTIU ;Άρθρο για τη συμφωνία TTIP

Σημείωση 3η:H διάκριση των συγκρούσεων σε πρωτογενή,δευτερογενή κτλ μορφή,δεν οφείλεται σε κάποια ιεραρχική διαβάθμιση,αλλά γίνεται καθαρά για λόγους βοηθητικούς.Οι μορφές σύγκρουσης συνυπάρχουν συγχρόνως.


[1] Η Γερμανική Ιδεολογία.Tόμος Α.Καρλ Μαρξ-Φρ Ένγκελς.Εκδ:Gutenberg.Σελ 87.Αθήνα 1997.
[2] Κριτική της πολιτικής οικονομίας.Καρλ Μαρξ.Εκδ Σύγχρονη εποχή.Αθήνα 2013.Σελ:363
[3] O Ύστερος Καπιταλισμός.Ερνέστ Μαντέλ.Εκδ:Eργατική Πάλη.Σελ:249
[4] https://leonidasvatikiotis.wordpress.com/2016/01/03/%CE%AD%CE%BA%CF%81%CE%B7%CE%BE%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BF%CF%84%CE%AE%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%AD%CF%86%CE%B5%CF%81%CE%B5-%CE%B7-%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA/ Έκρηξη ανισοτήτων έφερε η τεχνολογική επανάσταση,άρθρο στα Επίκαιρα.
[5] Ο Ύστερος Καπιταλισμός.Έρνεστ Μαντέλ.Εκδ:Eργατική πάλη.Σελ:235
[6] To Kεφάλαιο.Τόμος 1ος Καρλ Μαρξ.Εκδ:Σύγχρονη Εποχή.Αθήνα 1978.Σελ:458
[7] Eίναι ο καπιταλισμός,ηλιθιε.Νίκος Μπογιόπουλος.Εκδ:Λιβάνη.Σελ:32 Διευκρινιστική υποσημείωση:Για τον Μπέρνερ,το γενικό ποσοστό κέρδους πέφτει μακροπρόθεσμα,όχι όμως για τους λόγους που θέτει ο Μαρξ).
[8] O Ύστερος Καπιταλισμός.Έρνεστ Μαντέλ.Εκδ:Eργατική πάλη.Σελ:244,245,246.
[9] Το Κεφάλαιο.Τόμος 2ος .Καρλ Μαρξ.Εκδ:Σύγχρονη Εποχή.Αθήνα 2013.Σελ:315 (Yποσημείωση).
[10] Στοιχεία από άρθρο της Εφημερίδας των Συντακτών ‘’Πόσο κοστίζει ένας πόλεμος;’’ http://www.efsyn.gr/arthro/poso-kostizei-enas-polemos
[11] To Κεφάλαιο.Τόμος 1ος .Καρλ Μαρξ.Εκδ:Σύγχρονη Εποχή Αθήνα 1978.Σελ:787
[12] Ο Ύστερος καπιταλισμός.Έρνεστ Μαντέλ.Εκδ:Εργατική πάλη.Σελ 269-270-271
[13] Γερμανική Ιδεολογία.Τόμος Α.Καρλ Μαρξ-Φρ.Ένγκελς.Εκδ:Gutenberg.Αθήνα 1997.Σελ:13
[14] Κριτική της πολιτικής οικονομίας.Καρλ Μαρξ.Εκδ:Σύγχρονη Εποχή.Αθήνα 2013.Σελ :363

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου