Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Για τον Freud και το έγκλημα.

Ένας σύντομος σχολιασμός του αποσπάσματος του S.Freud στο ''Τοτέμ και Ταμπού.''

Στο έργο του ‘’Τοτέμ και Ταμπού’’ o S.Freud αναφέρει σχετικά για το έγκλημα :‘’Όταν κάποιος καταφέρει να ικανοποιήσει την απωθημένη επιθυμία, το ίδιο θέλουν να κάνουν και τα άλλα μέλη της κοινότητας.
Για να καταστείλουν λοιπόν τον πειρασμό, πρέπει να στερήσουν τον παραβάτη, που κατά βάθος τον ζηλεύουν, από την απόλαυση του τολμήματός του και η τιμωρία δίνει συχνά την ευκαιρία, σ’αυτούς που την εκτελούν, να διαπράξουν με τη δικαιολογία του εξιλασμού την ίδια παράβαση. Εδώ βρίσκεται και μία από τις βάσεις των ποινικών συστημάτων που δημιουργεί ο άνθρωπος, που έχουν σαν προϋπόθεση την ομοιότητα των απαγορευμένων επιθυμιών στον εγκληματία και στους τιμωρούς.Εδώ η ψυχανάλυση επιβεβαιώνει απλώς αυτό που συνηθίζουν να λένε και οι ευσεβείς: ότι όλοι είμαστε άθλιοι αμαρτωλοί.’’ (σελ.97,εκδ:Eπίκουρος)

Στο παραπάνω απόσπασμα, όπως εύστοχα σημειώνει ο Freud, εξετάζοντας το ζήτημα από τη σκοπιά της ψυχικής οικονομίας, οι κοινές και απαγορευμένες επιθυμίες στον εγκληματία και στους τιμωρούς του, αποτελούν –μία- από τις βάσεις των ποινικών συστημάτων που δημιουργεί ο άνθρωπος. Ωστόσο, η αναγνώριση της μίας προϋπόθεσης για την εδραίωση των ποινικών συστημάτων, αποτελεί έμμεση παραδοχή και άλλων ή άλλης προϋπόθεσης, η οποία δεν αναλύεται είτε εκούσια είτε ακούσια στο παρόν κείμενο. Το ερώτημα λοιπόν είναι, τι προηγείται, τι προϋποτίθεται, τι συνιστά την ουσία της απαγορευμένης επιθυμίας και δρα συμπληρωματικά με αυτήν;Το ερώτημα ωστόσο, είναι ρητορικό.

Για να προκύψει η κοινή απαγορευμένη επιθυμία απαιτείται ήδη να υπάρχει η απαγόρευση, απαιτείται ήδη να είναι εγγεγραμμένη στο σώμα της κοινωνίας η απαγόρευση είτε με τη μορφή της ηθικής είτε με τη μορφή του νόμου.

Και αυτού του τύπου οι απαγορεύσεις δεν είναι παρά προϊόντα των –ιστορικά- ταξικών κοινωνιών, που με τη μορφή της ηθικής και του νόμου αποπειρώνται να διαιωνίσουν το  περιεχόμενο τους, δηλαδή την εκμετάλλευση μιας τάξης πάνω σε μια άλλη. Η ίδια λοιπόν η ταξική αντίθεση, όπως αυτή γεννάται σε υλική βάση, στη βάση των ‘’σχέσεων παραγωγής’’, είναι αυτή που προκαλεί την επιθυμία της σύγκρουσης, και το ποινικό σύστημα ή ευρύτερα το κράτος, ως αποτέλεσμα καταρχήν  της ίδιας της ταξικής κοινωνίας, θέτει την απαγόρευση στην εκπλήρωση της επιθυμίας ή αλλιώς συγκροτεί το προστατευτικό μέτρο απέναντι σε αυτήν, το σύμπτωμα.

 Ουσιαστικά δηλαδή, η ίδια η ύπαρξη του ποινικού συστήματος ή ευρύτερα του κράτους υποδηλώνει ότι έχει κοινώς αναγνωρισθεί (αλλά δεν έχει ποτέ ειπωθεί) πως η ίδια η κοινωνία είναι μπλεγμένη σε μια αξεδιάλυτη αντίφαση, η οποία θα εκδηλώνεται διαρκώς αλλά με την συνδρομή των ειδικών μηχανισμών προστασίας, θα πρέπει να συγκρατείται.

Όπως γράφει –σχετικά- ο Λένιν στο Κράτος & Επανάσταση : ‘’Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση των ανειρήνευτων ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δε μπορούν αντικειμενικά να συμβιβαστούν. Και αντίστροφα:η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ανειρήνευτες.’’(σελ.13,εκδ:Σύγχρονη Εποχή)

Από την ‘’αντιστροφή’’ του παραπάνω αποσπάσματος, συνάγεται ότι η ίδια η ύπαρξη των δικαστηρίων, των νόμων, των φυλακών -ως ειδικών μηχανισμών προστασίας των ταξικών κοινωνιών-, υποδηλώνει ότι το ίδιο το έγκλημα θα διαπραχθεί, ότι είναι μια δυνατότητα που -μέσα σε ορισμένες συνθήκες- θα γίνει πραγματικότητα, αφού ουσιαστικά ‘’οι φυλακές δεν είναι παρά η εικόνα του οδηγημένου ως τις έσχατες συνέπειες αστικού κόσμου της εργασίας, την οποία γέννησε και παρουσίασε στον κόσμο ως έμβλημα το μίσος των ανθρώπων- γι’αυτό που πρέπει να γίνουν-’’.(Διαλεκτική του Διαφωτισμού σελ.363,364-Εκδ:Nήσος).

 Έτσι λοιπόν, έχουν διαμορφωθεί και οι κατάλληλοι μηχανισμοί για να  καταστείλουν το -εκ των προτέρων- προβλεπόμενο έγκλημα, και ακολούθως, μέσω αυτών  να ικανοποιηθούν οι ασυνείδητοι εγκληματίες, οι νομοταγείς πολίτες, μετουσιώνοντας (κάτω από συνθήκες απώθησης) την ενόρμηση καταστροφικότητάς τους από το στόχο του νόμου- στον στόχο του ενσυνείδητου εγκληματία που τον παραβιάζει, κατόπιν μιας ιδανικής και συμβολικής ταύτισης τους με το Νόμο.

Και εδώ είναι ενδεικτική η υποκρισία της αστικής κοινωνίας, η οποία όχι μόνο αποτελεί τη στοιχειώδη αιτία για τη γέννηση του εγκλήματος, αλλά πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω το καταγράφει σηπτικά και κυνικά μέσω της στατιστικής επιστήμης.

 Όσον αφορά αυτήν την εκδοχή της στατιστικής επιστήμης,ο Μ.Μπακούνιν σημειώνει το εξής :‘’H στατιστική επιστήμη δεν αρκείται μόνο στη διαπίστωση και την απαρίθμηση των κοινωνικών φαινομένων, αλλά ερευνά τη σύνδεση και τη συσχέτισή τους με την οργάνωση της κοινωνίας. Η εγκληματολογική στατιστική για παράδειγμα, διαπιστώνει ότι στην ίδια χώρα, στην ίδια πόλη [..] το ίδιο το έγκλημα ή το ίδιο το σφάλμα επαναπαράγεται κάθε χρόνο σχεδόν στα ίδια μέτρα για μια περίοδο 10,20,30 χρόνων και καμία φορά περισσότερο.Και αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι η μέθοδος της παρανομίας τους ανανεώνεται σχεδόν τόσες φορές το χρόνο όσες και τον άλλο.[..]Κάτι που κάνει το διάσημο Βέλγο στατιστικολόγο Μ.Κετετέλ να πει αυτές τις αξιοσημείωτες λέξεις. «Η κοινωνία προετοιμάζει τα εγκλήματα και τα άτομα δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να τα εκτελούν».(''Για έναν Αντιεξουσιαστικό Σοσιαλισμό''-σελ.69,εκδ-Ελεύθερος τύπος)


Δεν είχε λοιπόν άδικο ο Freud όταν επεσήμανε ότι η ψυχανάλυση επιβεβαιώνει ότι είμαστε όλοι άθλια αμαρτωλοί. Είχε όμως άδικο, που δεν συμπλήρωσε το εξής: Ότι δεν είμαστε άθλια αμαρτωλοί εκ φύσεως, αλλά είμαστε εν δυνάμει άθλια αμαρτωλοί σε συνθήκες ταξικής-κρατικής κοινωνίας και σε σχέση με αυτήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου